ενδημώ — έω (AM ἐνδημῶ, Α και δωρ. τύπος ἐνδαμῶ) νεοελλ. (για νόσους) είμαι ενδημικός μσν. νεοελλ. φρ. «ἡ ἐνδημοῡσα Σύνοδος» Σύνοδος τών αρχιερέων που παραμένουν στην Κωνσταντινούπολη και τών κοντινών μητροπόλεων, χωρίς αυστηρά καθορισμένο αριθμό και με… … Dictionary of Greek
ενδημώ — ενδήμησα, αμτβ. 1. παραμένω σε κάποιον τόπο, μένω στην πατρίδα μου (αντίθ. αποδημώ). 2. (ιατρ.), είμαι ενδημικός (βλ. λ., 2): Η αρρώστια ενδημεί πια … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἐνδήμῳ — ἔνδημος dwelling in masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εν — (I) (AM ἐν, Α ποιητ. τ. ἐνί, εἰν, εἰνί) πρόθ. (με δοτ.) Ι. (για τόπο) 1. μέσα, εντός («νήσω ἐν ἀμφιρύτῃ», Ομ. Οδ.) 2. δηλώνει τη στάση σε τόπο («εν Αθήναις») 3. με κύρια ή προσηγορικά ονόματα ελλειπτικά με παράλειψη ουσ. (δόμοις, οίκω, μεγάρω,… … Dictionary of Greek
καταστηρίζω — (Α) 1. στηρίζω πάνω σε κάτι, στερεώνω 2. δοκιμάζω 3. αποδεικνύω 4. (για νόσους) ενσκήπτω, πέφτω σε κάποιο μέρος και μένω εκεί, ενδημώ, κατασκήπτω 5. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) κατεστηριγμένος, η, ον ασφαλώς στηριγμένος, καλά στερεωμένος … Dictionary of Greek
παρενδημώ — έω, Α 1. παραμένω, διαμένω σε έναν τόπο 2. εγκαθίσταμαι κάπου προσωρινά. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + ἐνδημῶ «διαμένω σ έναν τόπο»] … Dictionary of Greek
προενδημώ — έω, Α 1. παραμένω, διαμένω προηγουμένως κοντά σε κάποιον 2. επικρατώ, υπερισχύω προηγουμένως 3. συνηθίζω εκ τών προτέρων σε κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + ἐνδημῶ «διαμένω μόνιμα σ έναν τόπο»] … Dictionary of Greek
συνενδημώ — έω, Μ [ἐνδημῶ] διαμένω μαζί με κάποιον … Dictionary of Greek